- θυμούμενον
- θῡμούμενον , θυμόωmake angrypres part mp masc acc sgθῡμούμενον , θυμόωmake angrypres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαγρεύω — ἐπαγρεύω (Μ) [επί + αγρεύω < αγριεύω] αγριεύω κάποιον περισσότερο («τὸν θυμούμενον ὁ λόγος ἐπαγρεύει», Σπανέας) … Dictionary of Greek
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek